Με την Αριάδνη η ουσία της διονυσιακής γυναίκας αίρεται σε θαυμαστό μέγεθος. Είναι η ολοκληρωμένη εικόνα της ομορφιάς που έχοντας το άγγιγμα του αγαπημένου της χορηγεί στην ζωή την αθανασία είναι όμως αναγκασμένη να πορευθεί έναν δρόμο στον οποίο αναπόφευκτος σταθμός είναι η θλίψη και ο θάνατος.
Ονομάζεται ρητώς σύζυγος του Διονύσου (Ησίοδ.Θεογ.948. Ευριπ.Ιππολ.339), και όπως η Σεμέλη ως μητέρα, έτσι κι εκείνη ως αγαπημένη, μπορεί αν και γεννημένη θνητή να μοιρασθεί με τον Θεό την αθανασία. Προς χάριν του, λέει ο Ησίοδος, της έδωσε ο Δίας αιώνια ζωή και νεότητα. Και έτσι οδεύει πάνω στο άρμα του προς τον ουρανό. Επίσης αναφέρεται ότι την οδήγησε ο Διόνυσος σε κάποια βουνοκορφή της Νάξου όπου πρώτα εκείνος και ύστερα αυτή εξαφανίστηκαν (Διοδ.5,51).
Ήταν θυγατέρα του Μίνωος της Κρήτης. Απήλαυε λατρευτικών τιμών, καθ’όσον γνωρίζουμε, κύριως στα νησιά Νάξος, Κύπρος, Δήλος και ασφαλώς στην Κρήτη, αλλά και στην Λοκρίδα, μολονότι δεν είναι βέβαιο ποια περιοχή εννοείται στ’αλήθεια μέσα στην παράδοση.
Το περιεχόμενο όλων των σχετικών μ ‘εκείνην παραδόσεων αναφέρουν ότι ο Θησέας την απαγάγει από τη Κρήτη και απιστώντας την εγκαταλείπει στη έρημη παραλία της Νάξου,μέσα όμως στις απελπισμένες τις κραυγές ηχούν ξαφνικά οι ενθουσιώδες φωνές του βακχικού θιάσου και παρουσιάζεται ο Θεός Διόνυσος για να την ανεβάσει στον θρόνο του βασιλείου του.
Η Αριάδνη είναι η βασίλισσα των γυναικών του Διονύσου. Αυτή μόνο είναι άξια να εμφανίζεται στο πλευρό του Θεού και ως μοναδική να μετέχει στην αθανασία μαζί του. Γι’ αυτό φέρει το στέμμα που αργότερα ο Διόνυσος μέσα στην αγκάλη του την μετέφερε στον ουρανό.
Πλησιέστερα όλων ως προς την Αριάδνη βρίσκεται η Αφροδίτη,η θεία αρχέγονη μορφή του Έρωτα. Στον Αμαθούντα της Κύπρου ετιμάτο ως Αριάδνη Αφροδίτη (Πλουτ.Θησ.20). Λέγεται ότι έφερε το αρχαίο ξόανο της Θεάς από την Κρήτη στην Δήλο ενώ κατά τον περίφημο χορό της δήλιας γιορτής της Αφροδίτης η Αριάδνη διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο. Την σημαντικότερη όμως μαρτυρία παρέχει το όνομα της που, όπως είδαμε, είναι συνδεδεμένο μ’αυτό της Αφροδίτης.
Το Αριάδνη είναι παραλλαγή του Αριάγνη, όπως το γράφουν συχνότερα οι αττικές αγγειογραφίες. Στην Δήλο λάτρευαν την Αγνή Αφροδίτη. Η Αριάδνη είναι μια θνητή Αφροδίτη. Στην ουσία του διονυσιακού ιδιάζει το γεγονός ότι σ’όσους συνδέονται με τον Θεό, ζωή και θάνατος, θνητότητα και αθανασία αναμειγνύονται με τρόπο θαυμαστό. Ο ίδιος ο Διόνυσος είναι μάλιστα το παιδί μιας θνητής μητέρας και όπως εκείνος πρέπει να δοκιμάσει θλίψη και θάνατο έτσι και οι γυναίκες με της οποίες διατηρεί τον πλέον εγκάρδιο δεσμό εισέρχονται στο μεγαλείο του μόνο μέσα από βαθύ πόνο.
Ο Διόνυσος είχε κάνει δική του, στην Κρήτη, την θυγατέρα του Μίνωα (Σχολ.Απολλ.Ροδ.3,997)πριν την αποπλανήσει ο Θησέας. Ο Νόννος αναφέρει (τόμος 8.βιβλιο 47) ότι επί κεφαλής μεταξύ των μαινάδων που ακολούθησαν το Διόνυσο στο Άργος ήταν η Αριάδνη, όπου και βρήκαν από τον Περσέα τον θάνατο. Εκεί στο πελασγικό Άργος διάλεξε ο μέγιστος Νους, να ησυχάσει η Αριάδνη από της επίγειας θνητότητα τα βάσανα. Δεν είναι άνευ σημασίας επίσης το γεγονός ότι το μνήμα της ήταν ανάμεσα στο καταχθόνιο ιερό του Κρητός Διονύσου (Παυσαν.2,33,7) και στο ναό της Αφροδίτης (Παυσαν.2,23,7).
Όλες οι εκδοχές του μύθου μαρτυρούν την εναλλαγή της έξοχης τέρψης και του σπαραξικάρδιου πόνου. Η λατρεία της στην Νάξο ήταν τέτοιας εντυπωσιακής αντιφατικότητος ώστε κάποιος να πιστεύει πως πρέπει να σκεφθεί δυο διαφορετικά πρόσωπα με το όνομα Αριάδνη γιατί, εν μέρει, συνίστατο σε εορτές χαράς αλλά και θλίψεως και ζόφου (Πλουτ.Θησ.20).
Εδώ αναγνωρίζουμε την διττή όψη κάθε διονυσιακού όντος. Η ιδέα του θανάτου εκφράζεται και στην παράδοση κατά την οποία στη εορτή της στην Λοκρίδα ξεβράστηκε κάποτε στην ακτή το λείψανο Ησιόδου.
Σε σχέση όμως προς το κινούν αίτιον της αξιοθρήνητης μοίρας της, οι κύριες μορφές του μύθου της διαφέρουν. Είτε ο Θησέας την άρπαξε από τον Μίνωα και κατά το θέλημα αυτού, πρέπει όπως λέγεται στην Οδύσσεια να βρει κατά την φυγή τον χαμό της. Αυτήν την εκδοχή υποστηρίζουν οι παραδόσεις που αναφέρει ο Πλούταρχος(Θησ.20) και οι οποίες την θέλουν λίγο μετά την αρπάγη να πεθαίνει στην Νάξο ή την Κύπρο.
Σε αυτό εδώ το σημείο αποκαλύπτεται ο Ερχόμενος Θεός, η εμφάνιση του οποίου μεταμορφώνει αιφνιδίως τον κόσμο ως Λυτρωτής και παρηγορητής κατά τον πλέον θαυμαστό τρόπο ανταλλάσοντας την σκοτισμένη από την οδύνη λύπη της Αριάδνης με τον εύθυμο αλαλαγμό του χορού του και αφυπνίζοντας την μέσα στην μακαριότητα της θείας του αγκάλης.