Ο μύθος διηγείται ότι ο κισσός εμφανίσθηκε με την γέννηση
Διονύσου για να προστατεύσει τον μικρο Θεό από της φλόγες που κατέκαυσαν την
μητέρα
του(Ευρ.Φοιν.651).
Λέγεται ότι κάλυπτε ολόκληρο τον οίκο του Κάδμου και
ανέστειλε τις δονήσεις του σεισμού που συνόδευαν τους
κεραυνούς(Ορφ.υμνος.47).Γι’αυτό οι Θηβαίοι θεωρούσαν ιερό για τον Θεό έναν
περιτριγυρισμένο από κισσό κίονα,και ονόμαζαν μάλιστα τον ίδιο
<περιελισσόμενο στους κίονες>
(Διόνυσος Περικιόνιος.σχολ.εις Ευρ.φοιν.651).
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί το κλίμα ανήκει στον Διόνυσο. Αλλά και ο κισσός έχει ιδιότητες που παραπέμπουν στον Θεό και η συνάφεια αυτή θα γίνει ιδιαίτερος διαφωτιστική αν αντιτάξουμε στον κισσό το κλήμα και τον συγκρίνουμε με αυτόν. Ο κισσός και το κλήμα είναι σαν αδέλφια που αναπτύχθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις , εν τούτοις, δεν μπορούν να αγνοήσουν την συγγένεια τους.
Και τα δυο υφίστανται μια θαυμαστή μεταμόρφωση. Το κλήμα είναι τον χειμώνα νεκρό και ομοιάζει στην ισχνότητα του σαν ένα άχρηστο κούτσουρο μέχρι που κάτω από την νέα θερμότητα που εκπέμπει ο ήλιος ξεσπά σ ‘ένα δαψιλές πράσινο και ένα πύρινο καρπό με τρόπο απαράμιλλο. Δεν είναι λιγότερο αξιοπρόσεκτο αυτό που συμβαίνει στον κισσό, η ανάπτυξη παρουσιάζει μια διττότητα που μπορεί άριστα να φέρει στον νου την διπλή υφή της διονυσιακής ουσίας. Αρχικός προβάλλει τους σκιόφιλους βλαστούς, τους αναρριχητικούς ελικοειδής βλαστούς, με τα γνωστά φύλλα με τους λοβούς. Αργότερα όμως εμφανίζονται οι κατακόρυφα αναπτυσσόμενοι φωτόφιλοι βλαστοί, τα φύλλα των οποίον έχουν τελείως αλλαγμένη μορφή και τώρα ο κισσός δίνει άνθη και καρπούς.
Θα μπορούσε κάνεις να τον ονομάσει (διπλογεννημένο)όπως τον Διόνυσο. Η άνθηση και η καρποφορία του βρίσκεται σε περίεργη συνάφεια και αντίθετη από αυτή του κλήματος. Ο κισσός ανθίζει το φθινόπωρο όταν γίνεται όταν γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών και φέρει τους καρπούς του κατά τις αρχές του χρόνου. Μεταξύ της ανθοφορίας του και της παραγωγής των καρπών είναι η εποχή της διονυσιακής Επιφάνειας κατά τους χειμερινούς μήνες. Υπηρετεί έτσι κατά κάποιο τρόπο τον Θεό των παραληρηματικών χειμερινών εορτών. Ενώ το διονυσιακό κλήμα χρειάζεται στο έπακρο το φως και την ηλιακή θερμότητα, ο διονυσιακός κισσός έχει μια εκπληκτική μικρή ανάγκη σε φως και θερμότητα και αναδίδει και στην σκιά και στο κρύο.
Αυτά τα δυο ιερά για τον Διόνυσο φυτά τελούν μεταξύ τους σε μια πολυσήμαντη αντίθεση. Το φωτόλουστο κλήμα είναι τέκνο της θερμότητας και γεννά την πύρινη πλημμυρίδα που όταν πίνεται αναφλέγονται ψυχή και σώμα.
Ο κισσός αντίθετος
φάνηκε να είναι ψυχρού τύπου, μάλιστα η μη χρησιμότητα της καρποφορία του
έφερνε στο νου τη Νύχτα και τον θάνατο και έπρεπε να μένει μακριά από πολλά
ιερά(Πλουτ.Αιτ.Ρωμ.122)εν τούτοις, κοσμούσε τους τάφους. Η ουσιώδης ύφη του
αντιπαραβάλλονταν με την φωτιά, συγγενές προς την οποία φαινόταν το κρασί. Γι’
αυτό προφύλαξε από τις φλόγες τον νεογέννητο Διόνυσο. Στην ψυχρότητα του προγραφόταν
η δύναμη να σβήνει την πυρά του κρασιού και πιστευόταν ότι γι’αυτό ο Διόνυσος
παρήγγελλε στους εορταστές να στεφανώνονται με
αυτό(Πλουτ.Συμπ.προβλ.3,1,3). Επίσης φαινόταν όχι άνευ σημασίας ότι ο κισσός ,εν
αντιθέσει προς το ζωογόνο και τονωτικό χυμό του κλήματος ,παράγει ένα δηλητήριο
που επενεργεί ως φάρμακο.
Τέλος, οι ιερείς του Διόνυσου υπέβαλαν με το σημάδι του φύλλου του κισσου(παράσημόν Διονύσου III Μακκαβ.2,29)στον εαυτό τους σε δερματοστιξία(Lobeck,Αγλαοφ.657κ.ε Wilamowitz,Πίστη των Ελλ.ΙΙ 378)
Πρωταγόρας Α. Ξένος