Οι αρχαίοι Έλληνες από τα πρωταρχικά στάδια εμφάνισης του πολιτισμού τους έδωσαν τεράστια σημασία στην χορευτική πράξη[1]. Υπάρχουν άλλωστε μέσα στους ελληνικούς μύθους, και γενικότερα στην λογοτεχνική παράδοση, πλήθος αναφορών για τον χορό και τους χορευτές. Ενδεικτικά επισημαίνουμε ότι ο χορός αναφέρεται στον μυθολογικό ορίζοντα των Ελλήνων, καθώς περιγράφεται, ήδη από τις αρχές της κοσμογονίας τους. Πριν ακόμη δηλαδή εμφανιστεί το ανθρώπινο γένος, όταν η Ρέα, η γυναίκα του Κρόνου, δίδαξε την τέχνη του χορού στους Κουρήτες και στους Κορύβαντες, που χόρεψαν ένα θορυβώδη και ενθουσιαστικό χορό για να καλύψουν το κλάμα του Δία με σκοπό να μην αντιληφθεί την γέννηση του ο Κρόνος και τον καταπιεί, επειδή δεν ήθελε  του πάρει  αυτός αλλά και κανένα από τα παιδία του, την εξουσία.

Κατά την κλασική λεγόμενη περίοδο, το πολιτισμικό αυτό είδος έπαιξε τεράστιο ρόλο. Ο χορός, όπως θα δούμε,  ήταν συνυφασμένος με όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής τους, αφού η χορευτική πράξη ήταν συνυφασμένη με την παιδεία τους, την θρησκεία τους, ακόμα και με την πολεμική τους προετοιμασία. Η πολύ σημαντική αξία του χορού οφείλεται και στο γεγονός ότι η αρχαία ελληνική θρησκεία συμπεριέλαβε τον χορό, επειδή η κυρίαρχη έκφραση της θρησκείας ήταν τελετουργική- δρωμενική. Άρα, ο χορός σε αυτά τα γεμάτα κίνηση  δρώμενα με τις ενθουσιαστικής συνήθως κατάληξης τελετουργίες, είχε πρωτεύοντα ρόλο[2].

Ο χορός στον αρχαίο έλληνα δεν ήταν απλά μια μία εκδήλωση κινητική αλλά αποτελούσε ένα ισχυρό επικοινωνιακό μέγεθος. Η επικοινωνία αυτή, και αυτό γίνεται αντιληπτό κυρίως μέσα από την τελετουργία, είχε δύο βασικούς άξονες, την επαφή-ένωση με το Θεϊκό στοιχείο αλλά ταυτόχρονα μέσα από την συμμετοχή των ομόθρησκων στα κοινά τελέσματα, αποσκοπούσε στην κοινωνική συνένωση των συμμετεχόντων[3].

 

Είναι ακόμη απαραίτητο, όταν αναφερόμαστε στην  έννοια του χορού στον αρχαίο κόσμο, να αντιληφθούμε ότι, ο χορός στον έλληνα άνθρωπο δεν παρουσιάζονταν ως μία αυτόνομη τέχνη αφού επουδενί δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τις δύο άλλες πολύ σημαντικές τέχνες, την ποίηση και την μουσική. Η μουσική ο ποιητικός λόγος και ο χορός αποτελούσαν όψεις αδιάσπαστες μίας οργανικής ολότητας[4].

Η όρχηση, με γνώμονα τις υψηλότατες πνευματικές θεωρήσεις των Ελλήνων, αντανακλά την,  με βάση το θεϊκό νόμο,   αρμονική και σταθερή κίνηση όλων των ουρανίων σωμάτων.  Όλο το ουράνιο στερέωμα χορεύει ωθούμενο από την ζωογόνο δύναμη των αχράντων θεών.  Η άριστη ρυθμική κίνηση απεικάζει  τον ρυθμό και την αρμονία της φύσεως. Οι Έλληνες κατά τις τελετουργίες τους με την όρχηση επιδίωκαν την ενίσχυση των ψυχικών και πνευματικών τους δυνάμεων και μέσα από αυτή τη χορευτική εύρυθμη έξαρση επικαλούνταν τους Θεούς ώστε εξαγνιζόμενες  οι ψυχές τους  να δύνανται αποκαθαρμένοι να τους προσεγγίζουν. Παράλληλα, δια μέσω  της τελετουργικής χόρευσης, απέτειναν ευχαριστίες σε αυτούς για την ζωηφόρα πρόνοιά τους αιτούμενοι συγχρόνως και την διαρκή αγαθή τους εύνοια.

[1] Πανάγου – Μιχαλακάκη Β. Αρχαία όρχηση στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, Πάτρα: ΕΑΠ  2003 σελ. 221.

[2] Burkert, W. Ελληνική Μυθολογία Και Τελετουργία: Δομή Και Ιστορία, 2η έκδοση, μτφ. Ανδρεάδη Η., Αθήνα :MIET. 1997,  σελ.133.

[3] Στο ίδιο, σελ., 134.

[4] Τσεκούρα, Κ., Ο χορός στην αρχαιότητα στο Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.90, 3/2004 σελ.6.

Μπουσίου Ιω. Παρμενίδης

 

Share