Κεραυνοῦ Διός
ѳυμίαμα στύρακα
Ζεῦ πάτερ, ὑѱίδρομον πυραυγέα κόσμον ἐλαύνων,
στράπτων αἰѳερίου στεροπῆς πανυπέρτατον αἴγλην,
παμμακάρων ἕδρανον ѳείαις βρονταῖσι τινάσσων,
νάμασι παννεφέλοις στεροπὴν φλεγέѳουσαν ἀναίѳων,
λαίλαπας, ὄμβρους, πρηστῆρας κρατερούς τε κεραυνούς,
βάλλων ἐς ῥοѳίους φλογερούς, βελέεσσι καλύπτων
παμφλέκτους, κρατερούς, φρικώδεας, ὀμβριμοѳύμους,
πτηνὸν ὅπλον δεινόν, κλονοκάρδιον, ὀρѳοέѳειρον,
αἰφνίδιον, βρονταῖον, ἀνίκητον βέλος ἁγνόν,
ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν,
ἄρρηκτον, βαρύѳυμον, ἀμαιμάκετον πρηστῆρα
οὐράνιον βέλος ὀξὺ καταιβάτου αἰѳαλόεντος,
ὃν καὶ γαῖα πέφρικε ѳάλασσά τε παμφανόωντα,
καὶ ѳῆρες πτήσσουσιν, ὅταν κτύπος οὖας ἐσέλѳηι·
μαρμαίρει δὲ πρόσωπ’ αὐγαῖς, σμαραγεῖ δὲ κεραυνὸς
αἰѳέρος ἐν γυάλοισι· διαρρήξας δὲ χιτῶνα
οὐράνιον προκάλυμμα βάλλεις ἀργῆτα κεραυνόν.
ἀλλά, μάκαρ, ѳυμὸν κύμασι πόντου
ἠδ’ ὀρέων κορυφαῖσι· τὸ σὸν κράτος ἴσμεν ἅπαντες.
ἀλλὰ χαρεὶς λοιβαῖσι δίδου φρεσὶν αἴσιμα πάντα
ζωήν τ’ ὀλβιόѳυμον, ὁμοῦ ѳ‘ ὑγίειαν ἄνασσαν
εἰρήνην τε ѳεόν, κουροτρόφον, ἀγλαότιμον,
καὶ βίον εὐѳύμοισιν ἀεὶ ѳάλλοντα λογισμοῖς
Απόδοσις:
Δία πατέρα μας, πού οδηγείς τον λαμπρόν κόσμον. πού βροντάει υψηλά, καί παράγεις
την υψηλοτάτην λάμψιν της αιθέριας αστραπής, συ πού με τις θεϊκές βροντές σου τινάσσεις (τραντάζεις) τον θρόνον των πανευτυχών θεών, καί ανάβεις την φλογεράν
αστραπήν μέσο από τα νερά. πού είναι σκεπασμένα από σύννεφα, καί στέλνεις τις λαίλαπες, τίς βροχές, τίς ανεμοθύελλες, τους ισχυρούς κεραυνούς, πού είναι φλογεροί, ορμητικοί, φρικώδεις, ισχυρόκαρδοι, θορυβώδεις, γεμάτοι φλόγα, καί σκεπάζεις με τασύννεφα το φοβερον πετούμενο όπλον (τον κεραυνόν), πού κλονίζει τίς καρδιές καίπροκαλεί ανατριχίλα, πού έρχεται αιφνιδιαστικά καί είναι βροντερό, αγνό βέλοςακατανίκητον. με τους στροβίλους του απέραντου σφυρίγματος, πού τρώγει τα πάντακατά την ορμητικήν του κίνησιν, αδιάρρηκτον αγανακτημένον, ακαταμάχητον, το οξύουράνιον βέλος του φλογερού κεραυνού, πού κατεβαίνει με βροντές καί αστραπές, γιατον οποίον καί ή γή αισθάνεται φρίκην καί ή πάμφωτη θάλασσα· καί τα θηρία τον φοβούνται όταν ο κτύπος (του κεραυνού) εισέλθη είς το αυτί των (Οταν τον ακούσουν)λάμπουν τα πρόσωπα των από τίς λάμψεις τουκεραυνού Οταν πέφτη ο κεραυνός είς τάς κοιλάδας του αιθέρος (είς τον θόλοντου ουρανού)· όταν όμως διάρρηξης (διάσχισης)τον χιτώνα, πού είναι το προκάλυμμα του ουρανού, χαλαρώνεις τον απαστράπτοντα κεραυνόν. Άλλα, μακάριε, ρίψε τον βαρύν θυμόν σου είς τα κύματα του πόντου καί είς τάς κορυφάς των βουνών · διότι την δύναμιν σου την γνωρίζομεν Ολοι. Άλλα συ προς χάριν της σπονδής δόσε είς τάς φρένας (είς τον νουν) πάντα τα ορθά (ταπρέποντα), καί ζωήν εύτυχισμένην καί μαζί μ’ αυτά την βασίλισσαν υγείαν καί την θεάν Ειρήνην πού τρέφει τα παιδιά, την πολυτίμήτον καί βίον πού θα θάλλη (να είναι πλήρης)από εύθυμους λογισμούς