Ο Ορφισμός είναι το θεμελιώδες άρτια και κατά μέθοδον δομημένο φιλοσοφικό-θρησκευτικό σύστημα, το οποίον εξετέθη εκτός των ορίων των βασιλικών –ιερατικών γενών στον ελλαδικό χώρο αλλά και πέραν αυτού.
Ανασυγκρότησε σε εννοιολογική σύνθεση τους διάσπαρτους συντελεστές της δημώδους λατρείας,όπως απεδείχθη ότι μπορούσε και έπρεπε να γίνει, και τους ενέταξε στην μεθοδικώς συντεταγμένη, και κατά το περιεχόμενον, άρτια θεολογία και φιλοσοφία, που, έως την Ορφική μεταρρύθμιση των πολιτισμικών πραγμάτων αποτελούσε αδιάρρηκτο προνόμιο των αριστοκρατικών κύκλων της αρχαϊκής- βαθιάς προϊστορικής κοινωνίας.
Δημιούργησε έτσι την πρώτη ανοιχτή στο κοινόν, ως γνωσιολογικό αντικείμενο αλλά και σε θεωρητική και πρακτική πληρότητα, Επιστήμη αναγόμενη εν τέλει σε μία πληρεστάτη Θρησκεία.
Η θρησκεία ορισματικά, στρέφεται πρωταρχικώς στην περί την θεωρία, την ερμηνευτική και διδακτική της Γενέσεως του Κόσμου και των όντων, των Πρώτων Αρχών, αλλά, και της φύσεως(ρίζας) αυτών, του λόγου της υπάρξεώς τους και του υπαρξιακού ζητούμενου γενικότερα.
Κατά συνέπειαν, εξετάζει την όλη διεξαγωγή του Κόσμου και των πληρωμάτων του, κατά μονάδες, συναλληλίες και επαλληλίες συνόλων.
Στην διεξαγωγή αυτή συγκαταλέγεται και οποιαδήποτε μεταβολή, μεταμόρφωση ως και μεταστοιχείωση τους ως άνω αντικειμένων,ιδιαίτερα όσων κατά φύσιν συμβαίνουν στα δύο βασικά πεδία της υπαρκτικής διαδικασίας, δηλαδή στο πεδίο της Ζωής (εδώ ) και στο πεδίο του Θανάτου(επέκεινα).
Κατ’ αντιδιαστολήν, η στερούμενη θεωρίας, άρα και εννοιοδοτήσεως των αναφερομένων αντικειμένων της, η απλή λατρεία, περιορίζεται σε μυστικότροπες ιεροτελεστείες. Ο Ορφισμός, αποκαθιστώντας αυτό το κρίσιμο κενό που σήμαινε αυτόχρημα καθολική σχεδόν αμάθεια του τότε θρησκευτικού ορίζοντος, απετέλεσε το κοινό και ανεξάντλητο έδαφος της Ελληνικής σκέψεως,ήθους και πράξεως σε μία ολοκληρωμένη πια Θρησκευτική Εμπειρία.
Η Θεολογία είναι η πρώτη φιλοσοφία(κατά τον Αριστοτέλη), εμπεριέχει γνήσιο μυστηριακό χαρακτήρα, δηλαδή φανερώνει δια των μυστηριακών αυτών τελετών, την Κοσμογονία, την Θεογονία,την Οντολογία και την Ψυχογονία, απαλλαγμένες κατά το επίπεδο της διδακτικής εκθέσεως τους, από σύμβολα, αλληγορίες και την εν γένει μυθολογική μορφολογία. Η Θεολογική εμπειρία μεταρσιούται σε Επιστημονική Πραγματικότητα!
Τα αναφερόμενα γνωστικά αντικείμενα, όμως,απαιτούν μακρά διαδικασία μαθήσεως και ευρυτάτη αληθινή εσωτερική παιδεία.Για τούτο και μόνον οι αποφασισμένοι και συνεπείς είναι δυνατόν να καταστούν γνώστες-μύστες αυτών των Ορφικών Παραδεδομένων.
Το επιστημονικό σώμα της Ορφικής θρησκείας(όπως επισήμως χαρακτηρίζεται) είναι η Θεολογία.
Ο μυστηριακός χαρακτήρας λοιπόν,του Ορφισμού οφείλετε κυρίως,στο ότι το περιεχόμενό του ανταποκρινόταν,κατά συνεπή ακολουθία και συνάρτηση των όρων του συλλογισμού,στην μύηση, δηλαδή διά της κανονικής διδασκαλίας,μετάδοση και επαλήθευση της θεωρίας σύμφωνα με την λογική.
Δι’ αυτής της μεθόδου οι διδασκόμενοι έφθαναν στην οικείωση της παραστάσεως και στην αισθαντική επαφή με ότι ανήκει στο φάσμα του ανοίκειου έως και μετακόσμιου πραγματικού, αλλότριου έως ασύλληπτου με τα αισθητηριακάκαι τα τεχνικά εμπειρικά μέσα ή με την συνήθη λογικομαθηματική σκέψη.
Δεν ήταν μυστικιστική η Ορφική Θρησκεία.Ο Ορφισμός ακολούθησε την οδό του ενθουσιασμού εκείνου που πηγάζει κατ’ αρχάς και απαραιτήτως από την συνειδησιακή πρόσληψη της σημασίας εκείνου που έως τότε ήταν αίτιο απορίας. Στα πλαίσιά του συντίθενται σε αδιάρρηκτη συνάφεια,τόσο αντίστοιχες των λεγομένων σήμερα θετικών επιστημών,όσο και με την σύγρονη έννοια λεγομένων ανθρωπιστικών επιστημών.
Η διαδραστική αυτή συμφωνία καταδεικνύει ως πρακτικώς και πνευματικώς αναγκαία την καλλιέργεια της ιδιότητας του πανεπιστήμονος και καθολικού ανθρώπου,αλλά αποδεικνύεται εξίσου αναγκαία και για τον σχηματισμό ενός ανοικτού,διαχρονικά λειτουργικού και βιώσιμου συστήματος σκέψεως και στάσεως του ανθρώπου μέσα στον Κόσμο,ως μέλους αυτού.
Κυρίαρχη και αληθής αξία της Ορφικής θρησκείας,εναρκτήρια μάλιστα και της όλης πραγματείας της αλλά και της τελολογικής της κατεύθυνσής,είναι η ηθική διαμόρφωση του ανθρώπου σύμφωνα με την Αρετή.
Η μέθοδος που ακολούθησε ο Ορφισμός ήταν η Διαλεκτική,της οποίας η αυθεντική πρωτοπαγής συγκρότηση εκμαιεύτηκε από τον κόσμο των φυσικών φαινομένων και λειτουργιών. Η φιλοσοφική διαχείρισή της την ανέδειξε ευεπίφορη στην ανοιχτή συστηματική και φαινομενολογική αναγωγή, ως αέναη εναντιοδρομία παραγωγικών ολοποιητικών συμπερασμάτων- σταθμών, αλλά, και ατερμόνων αναγωγικών-επαγωγικών συλλογισμών,όπως ήδη έχει πει και ο Ηράκλειτος “οδός άνω και κάτω μία και ωυτή”.
Προπάντων, μέσω του Ορφισμού, αναδείχθηκε η οδός που δεν κινείται θεολογικώς από ένα σημείο άλλο γραμμικώς,αλλά, προσφέρει με λογικό αποδεικτικό τρόπο τους άπειρους συσχετισμούς,άρα και τις άπειρες κατευθύνσεις που μπορούν να έχουν, χάρις στις ποικίλες σχέσεις αλληλεπιδράσεως και πολλαπλών συνάψεων μεταξύ τους. Κατά τούτο ο Ορφισμός υπήρξε, εξ όσων γνωρίζουμε, ένα πρότυπο τηρήσεως της αοιδίμου Διαλεκτικής, την οποία ο Πλάτων στην Πολιτεία παρουσιάζει ως σωτηρία της ψυχής.
Στην χρήση μεθόδου,και πρωτίστως της διαλεκτικής μεθόδου ή μεθόδου της φιλοσοφικής γνώσεως, (που συμπεριλαμβάνει και την διαλογική μαιευτική αλλά δεν περιορίζεται καθόλου σε αυτήν),εκεί οφείλεται η έλλογη πορεία και η λογικά άτρητη μετάβαση στον εκάστοτε τεθέντα σκοπό του Ελληνικού Στοχασμού. Συνεπώς, στην μέθοδο και συγκεκριμένα στην Διαλεκτική,πρέπει να αποδοθεί και ο επιστημονικός χαρακτήρας που σφραγίζει ολόκληρη την Ελληνική Γραμματεία,αλλά και αυτή καθ’ εαυτήν τη συγκρότηση Γραμματείας.
Η Διαλεκτική ως επιστήμη του λόγου, τηρώντας την κλίμακα της αναλογίας θέασης και πρόσληψης των ζητουμένων, οδήγησε σε απαντήσεις και διαρρυθμίσεις αυτών των απαντήσεων και για τα πλέων δυσπρόσιτα ζητήματα. Και αυτό το κατάφερε με τρόπο προτύπως ορθολογικό κατά την Αριστοτελική έννοια,δηλαδή ως δυνατότητα κατανοήσεως θεωρητικής και πρακτικής ως ευβουλία και φρόνηση που συνθέτει στην νόηση το ηθικό συναίσθημα ως πρακτικό λόγο, και τελικώς, έφερε τους ιχνευτές της Αλήθειας δια μέσου και πέραν των εγνωσμένων φαινομένων στο επίπεδο του Καθαρού Λόγου, στην προεμπειρική δηλαδή σκέψη δίχως εμπειρικά στοιχεία.
Οι μύστες, πάντως, του Ορφισμού της Ελληνικής Θεολογίας, όπως επισήμως αναγράφεται στα αρχαία Ελληνικά κείμενα, επέτυχαν δι’ αυτής της διαλεκτικής να προσχωρήσουν στη Μάθηση και την έκφραση έως και του άλλως απροσίτου, του προοντολογικού,των Πηγών ή Πρώτων Αρχών. Τούτο επετεύχθη με την εύρεση των συνειρμικών και ανά-λόγων σχέσεων αιτιών, αιτίων και αποτελεσμάτων των ζητουμένων,αισθητών(πραγματικών) ή ανεπαισθήτων,εγκοσμίων και μετακοσμίων.
Ως εκ τούτου, έφθαναν συνεχώς στο τέλος, αλλά, ποτέ στο τέρμα της μακράς γνωστικής διαδικασίας που είναι η μάθηση στο κατά φύσιν καθίστασθαι,στην προσθήκη του Είναι τους,ατομικό αλλά και συλλογικό,του τέως αλλότριου. Η βασική υπόθεση, απόφανση και σχήμα της ψυχοδιανοητικής αυτής αποκαταστάσεως,απελευθερωτικής από τα απορητικά κενά, είναι και το βασικό γνώρισμα της Διαλεκτικής.
Το Όλον είναι διάφορον από το άθροισμα των στοιχείων που το απετέλεσαν,οι δε ιδιότητες του Όλου δεν είναι αθροιστικές των ιδιοτήτων των στοιχείων αυτού, γιατί πάντοτε προκαλείται δυναμική προσαύξηση και μεταβολή από τη σύνθεση και οργάνωση των στοιχείων του όλου.
Έτσι συνοψίζεται το Γίγνεσθαι ως Ουσία και Λόγος, συγκαταλεγομένου και του προοντολογικού Είναι, είτε ως συνεξάρτηση του Γίγνεσθαι, είτε ως ποιητικό αίτιο του Γίγνεσθαι.
Συμπερασματικώς, είναι αδύνατο να γεννηθεί κάτι φαύλο εκεί όπου αιτία όλων είναι οι Θεοί,η κάτι χρηστό εκεί όπου οι Θεοί δεν είναι αιτία κανενός
Πρωταγόρας Α. Ξένος