Η Θυσία στην Ελληνική Θρησκεία.
Μπουσίου Ιωάννη-Παρμενίδη
Σε όλες τις παραδοσιακές θρησκείες, όπως και στην ελληνική, η θυσία απετέλεσε την κυριότερη εκδήλωση λατρείας. Υπάρχουν δύο κυρίαρχες κατηγορίες θυσίας στην ελληνική θρησκεία: η αιματηρή ή διατροφικού τύπου και η αναίμακτη[1]. Οι αναίμακτες θυσίες ήταν κυρίως αυτές που προσέφεραν καθημερινά οι έλληνες στα πλαίσια των θρησκευτικών πρακτικών της οικιακής λατρείας ή συνυπήρχαν ως προσφορές μαζί με τις αιματηρές. Οι αναίμακτες θυσίες αποτελούνταν από κάθε είδους τροφές, καρποί δέντρων και δημητριακών, γλυκίσματα, άρτοι διαφόρων σχημάτων και συστατικών αλλά και άνθη, αρώματα, ακόμη και μαγειρεμένο φαγητό. Αυτά προσφέρονταν στους θεούς είτε ρίχνοντας τα μέσα στην πυρά του βωμού ή τα εναπόθεταν σε κάποιο ιερό. Υπήρχαν βέβαια και ορισμένες λατρείες ή και ιδιαίτερα θρησκευτικά κινήματα (π.χ ορφισμός, πυθαγόρειοι) που αντιτάσσονταν ιδεολογικά στις αιματηρές θυσίες και έκαναν χρήση μόνο των αναίμακτων προσφορών[2].
Κύριο χαρακτηριστικό της ιερής πράξης στην ελληνική παράδοση ήταν η αιματηρή θυσία, η τελετουργική δηλαδή σφαγή ενός κατοικίδιου ζώου και η εορταστική κατανάλωσή του[3]. Η θυσία αποτελούσε έναν εορταστικό θεσμό για τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν, άλλωστε στις ελληνικές θυσιαστήριες συνήθειες το στοιχείο της ευωχίας συνοδευόμενο με το φαγητό και το ποτό ήταν πάντοτε παρόν[4]. Το πιο επίλεκτο ζώο για θυσία ήταν το βόδι, το πιο συνηθισμένο όμως ήταν το πρόβατο αλλά και διάφορα οικόσιτα ζώα (π.χ. χοίρος, αίγα, όρνιθες). Τα ζώα που προορίζονταν για την θυσία θα πρέπει να είναι αρτιμελή, καθαρά και υγιή. Η θυσία λάμβανε χώρα με το φως του ηλίου, ο βωμός που το πυρ του ήταν αναμμένο διακοσμούνταν με άνθη, στεφάνους και κόκκινες ταινίες, αφού όμως πρώτιστα τον είχαν καθαρίσει επιμελώς. Ο αυλός προΐστατο της πομπής παίζοντας μουσική, άλλωστε θυσία δίχως ήχο αυλού ήταν αδιανόητος. Ακολουθούσε της πομπής ο θυσιαστής μαζί με όλους τους παρευρισκομένους για την θυσία. Από πριν όμως ήταν εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα βασικά θυσιαστικά αντικείμενα, ένα αγγείο με νερό (χέρνιβα) και ένα κάνιστρο που περιείχε χονδροκομμένους κόκκους κριθαριού (ουλές), ένα αγγείο για την περισυλλογή του αίματος και το μαχαίρι της θυσίας τυλιγμένο σε κόκκινο ύφασμα. Ο θυσιαστής ελάμβανε ένα κομμάτι αναμένου ξύλου από το βωμό το βύθιζε στην χέρνιβα και με αυτόν τον τρόπο εξάγνιζε το νερό. Κατόπιν ο ίδιος πρώτα αφού έπλενε τα χέρια του από αυτό ράντιζε στην συνέχεια με ένα χλωρό κλαδί δέντρου που το εμπότιζε στη χέρνιβα και τους παρευρισκομένους. Τέλος εξάγνιζε με αυτό τον τρόπο το ίδιο το ζώο και τον βωμό. Οι συμμετέχοντες έπαιρναν τότε από το κάνιστρο τους κόκκους κριθαριού και ιερή σιγή επικρατούσε σ’ όλη την σκηνή της θυσίας, για την επιτέλεση της προσευχής και των σπονδών. Για επικύρωση της όλης θυσιαστικής πράξης έριχναν το κριθάρι στο βωμό και στην κεφαλή του ζώου. Αποκαλύπτονταν τότε από το πανί η μάχαιρα και ο θύτης έκοβε με αυτήν λίγο τρίχωμα από το μέτωπό του ζώου και το έριχνε θυσιαστικά στην πυρά. Σήκωναν κατόπιν τον λαιμό του ζώου προς τον ουρανό και με ένα καθοριστικό χτύπημα το έσφαζαν. Οι παρευρισκόμενες γυναίκες την συγκεκριμένη στιγμή έβγαζαν έναν τελετουργικό θρηνητικό ολολυγμό, δηλωτικό της συγκινησιακής κατάστασης της στιγμής. Κατόπιν έπαιρναν από το κάνιστρο ένα αγγείο, συνέλεγαν το αίμα, και ράντιζαν την επιφάνεια του βωμού. Το ζώο γδέρνονταν, τεμαχίζονταν και τα εντόσθια ήταν τα πρώτα που καταναλώνονταν από τους ενεργά μετέχοντες της θυσίας. Τα μη φαγώσιμα μέρη τοποθετούνταν στην πυρά μαζί με τις αναίμακτες προσφορές. Όταν χαμήλωνε η φωτιά χαμήλωνε άρχιζε το με διάφορους τρόπους μαγείρεμα του κρέατος (βράσιμο σε λέβητες, ψήσιμο σε σούβλες), το οποίο έπρεπε να φαγωθεί όλο επί τόπου, αφού δεν επιτρέπονταν να πάρει κανείς μαζί του. Το πέρας της θυσίας, όπως ήδη είπαμε ήταν εορταστικό – ευωχικό![5]
Η αφαίρεση της ζωής ενός ζώου ακόμα και όταν λαμβάνει χώρα σε μία τελετή θυσίας, είναι μια συγκλονιστική εμπειρία θανάτου που επιδρά άμεσα σε όσους συμμετέχουν. Οι έλληνες γνώριζαν καλά το πόσο σημαντική είναι η πράξη αυτή, γι’ αυτό τελούνταν η θυσία με απόλυτο θρησκευτικό σεβασμό και έτρωγαν σχεδόν αποκλειστικά μόνο το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων. Οι ίδιοι γίνονταν επόπτες ή και ενεργούντες αυτών των σημαντικών τελετουργικών αιματηρών θυσιών που κατέληγαν όμως πάντοτε σε αγαλλίαση και ευωχία. Επιβεβαιώνοντας και αναγνωρίζοντας κάθε φορά που επισυνέβαινε η θυσία τη αέναη μετάβαση από την ζωή στον θάνατο και το αντίστροφο. Άλλωστε σχεδόν όλη η ελληνική κοσμοθέαση ήταν στηριγμένη στην έννοια αυτή της μετάβασης από την ζωή στο θάνατο και αντιστρόφως[6]. Η θανάτωση του ζώου υποδήλωνε και με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την θνητή του φύση. Στην ίδια μοίρα της θνητότητας βρίσκονταν και ο άνθρωπος, αφού ανήκει στην ίδια κατηγορία. Αυτή η συνειδητοποίηση της θνητότητας έρχονταν σε αντιδιαστολή με την ανώτερη θεϊκή δύναμη για την οποία και τελείται η θυσία, η οποία όμως είναι αθάνατη και αιωνίως υπάρχουσα[7].
Ο θύτης μέσα από τις καθιερωμένες πρακτικές της θυσίας (σπονδή, προσευχή, επίκληση) έδειχνε το δέος του για το θείο, συνάμα όμως κατά την στιγμή της κορύφωσης του θυσιαστικού τελέσματος και μόνο επιβεβαίωνε και την δική του δύναμη ως εκπροσώπου όμως όλων των παρευρισκομένων. Μια δύναμη που μολονότι φέρνει τον θάνατο αγκαλιάζει όμως, κατά το πέρας τις σύνολης τελετουργίας την ίδια την αξία της ζωής [8].
Το τόσο σημαντικό αυτό θρησκευτικό δρώμενο της ελληνικής θρησκείας έχει και μία άλλη πολλή σημαντική διάσταση. Το όλο θυσιαστικό τέλεσμα μέσα από τις αμετάκλητες δομές του, την συγκρότησή του, την ιεραρχία του, την κοινωνικότητά του και τους ισχυρούς δεσμούς που δημιουργεί φαίνεται να θεσμοθετεί σταδιακά και την τάξη της κοινωνικής ζωής. Έτσι που θρησκεία και πολιτικός κοινωνικός βίος να ως έννοιες εισχωρούν η μία μέσα στην άλλη με τόσο καθοριστικό τρόπο, ώστε κάθε κοινότητα να θεμελιώνεται μέσα από την όλη λειτουργία του θυσιαστικού τελέσματος. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε η ίδια έννοια του πολιτισμού να θεωρείται από πολλούς ερευνητές ότι έχει την βάση της και την εκκίνησή της από τον θυσιαστικό αυτό κύκλο πέριξ του βωμού. Φθάνοντας έως και το αποκορύφωμα της ελληνικής πόλης. Αφού αυτός ο θυσιαστικός κύκλος μετασχηματίστηκε, απλώθηκε σταδιακά και στο πέρασμα των αιώνων περιέβαλλε εντός του, όλο το χώρο της πόλεως όπως την γνωρίσαμε ιστορικά στο απόγειό της στους κλασικούς χρόνους[9].
…………………………………………………………………………………………………………………………………
[1] Κουκουζέλη, Α.,Οι αξίες σ..30.
[2] Βλ. Zaidman, . – Pantel, P., Η θρησκεία,σ.39-41.
[3] . Βλ.Burkett, W., Αρχαία θρησκεία,σ.135-6
[4] Βλ.Burkett, W., Αρχαία θρησκεία,σ.164-6.
[5] Βλ.Burkett, W., Αρχαία θρησκεία,σ.136-7.
[6] Όπ. αν. σ.139.
[7] Όπ. αν. σ.154.
[8] Όπ. αν. σ.140.
[9] Polignac F. de, Η Γέννηση της Αρχαίας Ελληνικής Πόλης, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000) σελ.24.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κουκουζέλη, Α., «Οι αξίες των αρχαίων Ελλήνων», από το: Γιαννόπουλος, Ιω., Κατσιαμπούρα, Γ., Κουκουζέλη, Α., Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τομ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Burkett, W., Αρχαία ελληνική θρησκεία, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993.
Zaidman, L. B. – Pantel, P. Sch., Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007 (1 2004), [μτφρ. του Μπούρα Κ. από το γαλλ. πρωτότυπο: La religion grecque dans le cite a l’ époque classique, Paris 1991].
Polignac F. de, Η Γέννηση της Αρχαίας Ελληνικής Πόλης, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000)
2 thoughts on “Η Θυσία στην Ελληνική Θρησκεία.”
Τα σχόλια δεν επιτρέπονται.