Όρκος Αργοναυτών

(Αργοναυτικά Λιθικά στιχ.333-356)

 

Εγώ τότε επεξέτεινα τα χέρια μου πάνω από το κύμα της πολυθόρυβης θαλάσσης και εκφώνησα τούτα τα λόγια:

 

“Ω άρχοντες του Ωκεανού, Θεοί μακάριοι που διαβιείτε στα βάθη του πολυκύμαντου πόντου και στις αμμώδεις ακτές με τις θαλασσινές κροκάλες και της Τηθύος τα έσχατα ύδατα.

Τον Νηρέα καλώ πρώτα, τον Πρεσβύτερο όλων μαζί με όλες τις πενήντα αξιέραστες κόρες

Την Γλαύκη με τους πολλούς ιχθύες, την απέραντη Αμφιτρίτη, τον Πρωτέα τον Φόρκυνα και τον αιώνιο Τρίτωνα, τους ταχείς ανέμους και τις χρυσόφτερες Αύρες, τα Άστρα  που λάμπουν από μακριά

Και της σκοτεινής Νυκτός την αχλύ και την Αυγή που καθοδηγεί τους ταχυπετείς ίππους του Ηλίου.

Τους θαλάσσιους Δαίμονες τους συμπαραστάτες των Ηρώων, τους παράκτιους Θεούς  και τα αρμυρά ρευματα των ποταμών που εκβάλουν στην θάλασσα.

Και βεβαίως τον κυανοχαίτη και γαιοσείστη Κρονίδη που τον προσκαλώ να έλθει, ανερχόμενος εκ του κύματος ως εγγυητής τούτων των Όρκων να παραμείνουμε ακλόνητοι αρωγοί του Ιάσωνος ώστε να μετέχουμε στους κοινούς άθλους αλλά και ο καθένας από εμάς να επιστρέψει ζωντανός στην δική του Πατρίδα

Εάν όμως κάποιος υπερβεί τον Όρκο περιφρονώντας ασεβώς τα λεγόμενα τούτα, η βαριά ευθύνη της Δίκης και οι Ερινύες που ανταποδίδουν με συμφορές ας είναι οι μάρτυρές μου.”   

Αυτά τα λόγια είπα και εκείνοι ομονόησαν με σεβασμό στους Όρκους,  και ενώνοντας τις παλάμες τους τον επισφράγισαν.

  

Απόδοσις: Παραμενίδης Ιω. Μπουσίου

Share